Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτέιγ — το, Ν άκλ. πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fauteuil «πολυθρόνα»] … Dictionary of Greek